αποκουφαίνω

αποκουφαίνω
(αόρ. αποκούφανα, παθ. αόρ. αποκουφάθηκα) μετ.
1) делать глухим; 2) оглушать;

αποκουφαίνομαι — глохнуть, становиться совершенно глухим


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποκουφαίνω" в других словарях:

  • αποκουφαίνω — (Α ἀποκωφοῡμαι, όομαι) 1. κάνω κάποιον εντελώς κουφό 2. ενοχλώ στ αφτιά, ξεκουφαίνω αρχ. ( ούμαι) κουφαίνομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • αποκουφαίνω — ανα, άθηκα, κουφαίνω εντελώς κάποιον, ξεκουφαίνω κάποιον (με φωνές, θόρυβο κτλ.): Θα τον αποκουφάνετε τον παππού με τις φωνές σας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκωφούμαι — βλ. αποκουφαίνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»